-
1 καταβαδην
(βᾰ) adv. спускаясь внизἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. — ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида)
См. также в других словарях:
καταβάδην — (Α) επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῑς ἐξὸν καταβάδην;» γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τούς γράφεις… … Dictionary of Greek